κτίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτίστωρ:''' -ορος, ὁ = [[κτίστης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κτίστωρ:''' -ορος, ὁ = [[κτίστης]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίστωρ Medium diacritics: κτίστωρ Low diacritics: κτίστωρ Capitals: ΚΤΙΣΤΩΡ
Transliteration A: ktístōr Transliteration B: ktistōr Transliteration C: ktistor Beta Code: kti/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = κτίστης, Αἴτνας Pi.Fr.105; Ἀσιάδος χθονός E.Ion 74; ὁ τῆς στοᾶς κ., of Zeno, Ath.9.370c; ἀγαθῶν . . εὑρετὴν καὶ κτίστορα Diph.(?)138.

German (Pape)

[Seite 1520] ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χθονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.

Greek (Liddell-Scott)

κτίστωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Πινδ. Ἀποσπ. 71˙ Ἀσιάδος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 74˙ ὁ τῆς στοᾶς κτ., ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Ἀθήν. 370C· ἀγαθῶν... εὑρετὴν καὶ κτίστορα Δίφιλ. (;) ἐν Ἀδήλ. 52.

English (Slater)

κτίστωρ
   1 founder κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3.

Greek Monolingual

κτίστωρ, -ορος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής.

Greek Monotonic

κτίστωρ: -ορος, ὁ = κτίστης, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.