κύλιξ: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύλιξ:''' [ῠ], -ῐκος, ἡ ([[κύω]]), κύπελο, [[κούπα]], [[κρασοπότηρο]], Λατ. [[calix]], σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν [[τὰς]] κ., [[περιφέρω]] τα ποτήρια, σε Ξεν. | |lsmtext='''κύλιξ:''' [ῠ], -ῐκος, ἡ ([[κύω]]), κύπελο, [[κούπα]], [[κρασοπότηρο]], Λατ. [[calix]], σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν [[τὰς]] κ., [[περιφέρω]] τα ποτήρια, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύλιξ:''' ῐκος (ῠ) ἡ чаша, кубок, бокал: ἐπὶ τῇ κύλικι Plat., ἐπὶ τῆς κύλικος Diog. L. в παρὰ τὴν κύλικα Plut. за чашей (вина). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ῐκος, ἡ, (ὁ, IG12.283.137)
A cup, esp. wine-cup, Phoc.11, Sapph.5, Alc.41, Pi.Fr.124.3, B.Fr.16.3, Hdt.4.70, etc.; κ. κεραμέα Pl.Ly.219e; κ. χελιδονεία, ἡδυλεία, IG11(2).154 B6, 50 (Delos, iii B.C.); κυλίκων τέρψις S.Aj.1200 (lyr.); κ. φιλοτησία Ar.Lys.203, Alex.291; κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ar.Pl.1132; πλήρεις κ. οἴνου . . ἤντλουν Pherecr.108.30; πίνειν τε πολλὰς κ. Eub.150.8; ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν, = κυλικηγορεῖν, Pl.Smp.214b; ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν D.L.2.82; ἡ παρὰ τὴν κ. θρασύτης Plu.Ant.24; περιελαύνειν τὰς κ. push round the cup, X.Smp.2.27; οἱ πρὸς ταῖς κ. cup-bearers, Hdn.3.5.5. II Cypr., = κοτύλη, Glaucon ap.Ath.11.48of.
German (Pape)
[Seite 1529] ικος, ἡ (vgl. κύλη, κοῖλος, die Alten leiten es ab von κυλίεσθαι τῷ τροχῷ), Becher, Pokal; gew. thönern, κεραμέα Plat. Lys. 219 e; doch auch von Metall, Eust.; κυλίκων τέρψις Soph. Ai. 1179; κυλίκων ἁμίλλαις Eur. Rhes. 363; comic. bei Ath. XI, 480 c ff; λέγειν ἐπὶ τῇ κύλικι, beim Becher sprechen, Plat. Conv. 214 a, wie λόγοι ἐπὶ τῇ κύλικι Luc. Tim. 55; auch ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρῶν, D. L. 2, 82; παρὰ τὴν κύλικα, Plut. Ant. 24; vgl. κυλικηγορέω u. ἐπικυλίκειος; – οἱ πρὸς ταῖς κύλιξι, die Mundschenken, Hdn. 3, 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κύλιξ: ῠ, ῐκος, ἡ, (κυέω) ἔκπωμα, ποτήριον, κυρίως οἰνοδόκον, «κρασοπότηρον», Λατ. calix, Φωκυλ. 11, Σαπφὼ 5, Ἡρόδ. 4. 70, Πίνδ. κτλ.· κυλίκων τέρψις Σοφ. Αἴ. 1200, πρβλ. Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 480C· κ. φιλοτησία Ἀριστοφ. Λυσ. 203, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ἀριστοφ. Πλ. 1132· πλήρεις κ. οἴνου. ἤντλουν Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· πίνειν τε πολλὰς κ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a· ἐπὶ κύλικι λέγειν = κυλικηγορεῖν (πρβλ. ἐπικυλίκειος), Πλάτ. Συμπ. 214Α· ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν Διογ. Λ. 2. 82. παρὰ τὴν κ. Πλουτ. Ἀντών. 24· περιελαύνειν τὰς κ., περιάγειν, περιφέρειν τὰ ποτήρια (πρβλ. σοβέω Ι), Ξεν. Συμπ. 2, 27· οἱ πρὸς ταῖς κ., οἱ τὰ ποτήρια φέροντες, Ἡρῳδιαν. 3. 5. ΙΙ. = κοτύλη, Γλαύκων... Κυπρίους φησὶ τὴν κοτύλην κύλικα καλεῖν Ἀθήν. 480F.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
coupe, vase à boire.
Étymologie: R. Κυλ ; cf. κυλλός.
English (Slater)
κῠλιξ
1 wine cup ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλᾰκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 4.
Greek Monolingual
κύλιξ, -ικος, ἡ (AM)
βλ. κύλικας.
Greek Monotonic
κύλιξ: [ῠ], -ῐκος, ἡ (κύω), κύπελο, κούπα, κρασοπότηρο, Λατ. calix, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν τὰς κ., περιφέρω τα ποτήρια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κύλιξ: ῐκος (ῠ) ἡ чаша, кубок, бокал: ἐπὶ τῇ κύλικι Plat., ἐπὶ τῆς κύλικος Diog. L. в παρὰ τὴν κύλικα Plut. за чашей (вина).