λαχνόομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαχνόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[αποκτώ]] [[χνούδι]], λέγεται για το [[σαγόνι]] νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ. | |lsmtext='''λαχνόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[αποκτώ]] [[χνούδι]], λέγεται για το [[σαγόνι]] νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαχνόομαι:''' покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A grow hairy or downy, of a youth's chin, Sol.27.6, AP12.178 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 20] rauch, haarig, wollig werden; γένειον Solon 14, 6; Strat. 20 (XII, 178).
Greek Monotonic
λαχνόομαι: Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνόομαι: покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.