λαιμοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμοτόμος:''' <b class="num">1)</b> перерезывающий горло ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> отсекший голову (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοτόμος Medium diacritics: λαιμοτόμος Low diacritics: λαιμοτόμος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimotómos Transliteration B: laimotomos Transliteration C: laimotomos Beta Code: laimoto/mos

English (LSJ)

ον,

   A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo).    II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο-τόμος, φυλλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].

Greek Monolingual

λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο-τόμος, φυλλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμοτόμος: 1) перерезывающий горло (χείρ Eur.; σφαγίς Anth.);
2) отсекший голову (у Горгоны) (Περσεύς Eur.).