λεῖτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(5) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεῖτος:''' -ον ([[λεώς]]), [[δημόσιος]], [[κοινός]], αυτός που ανήκει στο λαό, [[λαϊκός]]. | |lsmtext='''λεῖτος:''' -ον ([[λεώς]]), [[δημόσιος]], [[κοινός]], αυτός που ανήκει στο λαό, [[λαϊκός]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ λέιτος (=[[δημόσιος]]). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=[[δημόσιος]] [[ὑπηρέτης]]). Ἀπό τό [[λεῖτος]] (=[[δημόσιος]]) + [[ἔργω]] [[ἐργάζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), [[λειτουργία]] (=δημόσιο [[καθῆκον]] πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), [[λειτουργικός]], [[λειτούργημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 14 October 2022
Greek Monotonic
λεῖτος: -ον (λεώς), δημόσιος, κοινός, αυτός που ανήκει στο λαό, λαϊκός.
Mantoulidis Etymological
ἤ λέιτος (=δημόσιος). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=δημόσιος ὑπηρέτης). Ἀπό τό λεῖτος (=δημόσιος) + ἔργω ἐργάζομαι.
Παράγωγα: λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), λειτουργία (=δημόσιο καθῆκον πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), λειτουργικός, λειτούργημα.