λίταργος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίταργος:''' [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει [[γρήγορα]].
|lsmtext='''λίταργος:''' [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει [[γρήγορα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λί˘τ-αργος, ον [λι-]<br />[[running]] [[quick]].
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐταργος Medium diacritics: λίταργος Low diacritics: λίταργος Capitals: ΛΙΤΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lítargos Transliteration B: litargos Transliteration C: litargos Beta Code: li/targos

English (LSJ)

ον,

   A running quick, An.Ox.2.236, EM567.38, prob. in Semon.7.12 (λιτοργόν codd. Stob.).

German (Pape)

[Seite 54] von den VLL. schnell erkl. u. vom Schol. Ar. Nubb. 1234 von λίτη, = θύρα, u. ἀργός abgeleitet, was höchstens auf ἀπολιταργίζω paßt. Andere denken an λιἀργός.

Greek (Liddell-Scott)

λίταργος: [ῐ], -ον, ὁ ταχέως τρέχων, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 236.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vite.
Étymologie: DELG mot pop., de ἀργός¹, avec λιτ- fonctionnant comme préfixe intensif.

Greek Monolingual

λίταργος, -ον (Α)
αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω.

Greek Monotonic

λίταργος: [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει γρήγορα.

Middle Liddell

λί˘τ-αργος, ον [λι-]
running quick.