λοιβεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοιβεῖον:''' τό, [[αγγείο]] που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.
|lsmtext='''λοιβεῖον:''' τό, [[αγγείο]] που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιβεῖον:''' τό культ. сосуд для возлияний Plut.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιβεῖον Medium diacritics: λοιβεῖον Low diacritics: λοιβείον Capitals: ΛΟΙΒΕΙΟΝ
Transliteration A: loibeîon Transliteration B: loibeion Transliteration C: loiveion Beta Code: loibei=on

English (LSJ)

τό,

   A cup for pouring libations, Plu. Aem.33, Marc.2.

Greek (Liddell-Scott)

λοιβεῖον: τό, ἀγγεῖον πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «σπονδεῖον, ᾧ τὸν οἶνον ἐπισπένδεις, καὶ λοιβεῖον, ᾧ τοὔλαιον» Πολυδ. Ι΄, 65.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: λοιβή.

Greek Monolingual

λοιβεῑον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λοιβεῖον: τό, αγγείο που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λοιβεῖον: τό культ. сосуд для возлияний Plut.