λυσσητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυσσητήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κάποιος]] που είναι [[λυσσασμένος]], [[μανιώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
|lsmtext='''λυσσητήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κάποιος]] που είναι [[λυσσασμένος]], [[μανιώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυσσητήρ:''' ῆρος adj. m<br /><b class="num">1)</b> бешеный ([[κύων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беснующийся (в пляске), неистовствующий ([[πούς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσητήρ Medium diacritics: λυσσητήρ Low diacritics: λυσσητήρ Capitals: ΛΥΣΣΗΤΗΡ
Transliteration A: lyssētḗr Transliteration B: lyssētēr Transliteration C: lyssitir Beta Code: lusshth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.

Greek Monolingual

λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικη-τήρ, πωλη-τήρ)].

Greek Monotonic

λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1) бешеный (κύων Hom.);
2) беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).