λιμοθνής: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῑμοθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει από [[πείνα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λῑμοθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει από [[πείνα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῑμοθνής:''' ῆτος adj. умирающий с голоду ([[πτωχός]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ,
A dying of hunger, A.Ag.1274.
Greek (Liddell-Scott)
λῑμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, ἀποθνήσκων ἐκ τῆς πείνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
qui meurt de faim.
Étymologie: λιμός, θνῄσκω.
Greek Monolingual
λιμοθνής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πεθαίνει από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -θνής (< θνήσκω), πρβλ. ανδρο-θνής, χειμο-θνής].
Greek Monotonic
λῑμοθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει από πείνα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λῑμοθνής: ῆτος adj. умирающий с голоду (πτωχός Aesch.).