λιμνουργός: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λιμνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στις <i>λίμνες</i>, [[ψαράς]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''λιμνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στις <i>λίμνες</i>, [[ψαράς]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιμνουργός:''' ὁ труженик озер, т. е. рыболов, рыбак Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A one who works in λίμναι, fisherman, Plu.Mar.37.
German (Pape)
[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille dans les étangs ou les lacs, pêcheur.
Étymologie: λίμνη, ἔργον.
Greek Monolingual
λιμνουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].
Greek Monotonic
λιμνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που εργάζεται στις λίμνες, ψαράς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λιμνουργός: ὁ труженик озер, т. е. рыболов, рыбак Plut.