λυτρωτής: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυτρωτής:''' -οῦ, ὁ ([[λυτρόω]]), [[απολυτρωτής]], [[ελευθερωτής]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''λυτρωτής:''' -οῦ, ὁ ([[λυτρόω]]), [[απολυτρωτής]], [[ελευθερωτής]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''λυτρωτής:''' οῦ ὁ освободитель, избавитель NT.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτρωτής Medium diacritics: λυτρωτής Low diacritics: λυτρωτής Capitals: ΛΥΤΡΩΤΗΣ
Transliteration A: lytrōtḗs Transliteration B: lytrōtēs Transliteration C: lytrotis Beta Code: lutrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ransomer, redeemer, LXX Ps.18(19).15, Act.Ap.7.35.

Greek (Liddell-Scott)

λυτρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπολυτρώνων, ἐλευθερωτής, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 35, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur, rédempteur.
Étymologie: λυτρόω.

English (Strong)

from λυτρόω; a redeemer (figuratively): deliverer.

English (Thayer)

λυτρωτου, ὁ (λυτρόω), redeemer; deliverer, liberator: Sept. Philo de sacrif. Ab. et Cain. § 37 under the end); for גֹּאֵל, of God, Psalm 78:35>). Not found in secular authors.

Greek Monolingual

ο (AM λυτρωτής) λυτρώνω
1. αυτός που απαλλάσσει από κάτι, ελευθερωτής, σωτήρας
2. φρ. «ο λυτρωτής του κόσμου» ή, απλώς, «ο Λυτρωτής» — ο Ιησούς Χριστός.

Greek Monotonic

λυτρωτής: -οῦ, ὁ (λυτρόω), απολυτρωτής, ελευθερωτής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λυτρωτής: οῦ ὁ освободитель, избавитель NT.