λιψουρία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λιψουρία:''' ἡ ([[οὖρον]]), [[επιθυμία]] για [[ούρηση]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λιψουρία:''' ἡ ([[οὖρον]]), [[επιθυμία]] για [[ούρηση]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιψουρία:''' ἡ [[λίπτομαι]] позыв к мочеиспусканию Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:38, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)
A desire to make water, A.Ch.756.
Greek (Liddell-Scott)
λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir d’uriner.
Étymologie: λίπτω, οὐρέω.
Greek Monolingual
λιψουρία, ἡ (Α)
επιθυμία για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίψουρος ή λιψουρῶ < λίπτω + οὖρον.
Greek Monotonic
λιψουρία: ἡ (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λιψουρία: ἡ λίπτομαι позыв к мочеиспусканию Aesch.