μεγαλόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[πολύ]] [[ένδοξος]], σε Πίνδ., Πλούτ.
|lsmtext='''μεγᾰλόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[πολύ]] [[ένδοξος]], σε Πίνδ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόδοξος:''' покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδοξος Medium diacritics: μεγαλόδοξος Low diacritics: μεγαλόδοξος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: megalódoxos Transliteration B: megalodoxos Transliteration C: megalodoksos Beta Code: megalo/docos

English (LSJ)

ον,

   A very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.

German (Pape)

[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.

English (Slater)

μεγᾰλόδοξος, -ον
   1 of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)

Spanish

gloriosísimo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.