μελίχροος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, -ουν ([[χρόα]]), το προηγ., σε Ανθ. | |lsmtext='''μελίχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, -ουν ([[χρόα]]), το προηγ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίχροος:''' стяж. [[μελίχρους]] 2 цвета меда, т. е. смуглый Plat. ap. Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, contr. μελί-χρους, ουν,
A = μελίχλωρος, AP12.165 (Mel.), 244 (Strat.). 2 = μελίχρως, PPetr.3p.4, al. (iii B. C.), PCair.Zen. 76.9 (iii B. C.): in gen. μελιχρόου PStrassb.87.14 (ii B. C.). II honied, οἶνος Hp.Aff.43 (sed leg. μελιχρόν).
German (Pape)
[Seite 125] zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.
Greek (Liddell-Scott)
μελίχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = μελίχλωρος, Ἀνθ. Π. 12. 165, πρβλ. 244 II. μελιχρός, μὲ μέλι παρεσκευασμένος, γλυκύς, οἶνος Ἱππ. 526. 39, κτλ.· - δοτ. κατὰ μεταπλ. μελίχροϊ Τρυφ. 113.
Greek Monotonic
μελίχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίχροος: стяж. μελίχρους 2 цвета меда, т. е. смуглый Plat. ap. Plut., Anth.