μεταιτέω: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταιτέω:''' <b class="num">1)</b> требовать (себе) (μ. [[μέρος]] τινός Arph.; μ. [[παρά]] τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;<br /><b class="num">2)</b> просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A demand one's share of, c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also μέρος τινὸς μ. Ar.V.972. 2 abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.Nec.17. II beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.Eq.775. III beg, solicit, τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. Cyn.2.
German (Pape)
[Seite 147] seinen Theil wovon fordern, μέρος τινός, Ar. Vesp. 972; τῆς βασιληΐης μεταιτέοντες, Her. 4, 146, τί, 7, 150; auch παρὰ τούτων, ἀφ' ὧν εἰλήφασι, μεταιτεῖν, Dem. 19, 222, von diesen einen Theil von dem, was sie bekommen haben, fordern; u. Sp., auch abs., Luc. Necyom. 17; – τινά, von Einem fordern, Ar. Equ. 772.
Greek (Liddell-Scott)
μεταιτέω: ἀπαιτῶ τὸ μερίδιόν μου ἔκ τινος, τῆς βασιληίης μ. Ἡρόδ. 4. 146, πρβλ. 7. 150. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τις, μέρος τινὸς μ. Ἀριστοφ. Σφ. 972· πρβλ. μεταδίδωμι. 3) ἀπολ., μ. παρά τινος Δημ. 410. 12. ΙΙ. ἐκλιπαρῶ, παρακαλῶ, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 775. ΙΙΙ. ἐπαιτῶ, διαφέρεις γὰρ οὐδὲν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μετεταιτοῦσιν Λουκ. Κυνικὸς 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..
Étymologie: μετά, αἰτέω.
Greek Monotonic
μεταιτέω: μέλ. -ήσω,
I. ζητώ το μερίδιό μου από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν μέρος τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ παρά τινος, σε Δημ.
II. ζητιανεύω, ζητώ ελεημοσύνη, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
III. επαιτώ, ζητώ με επιμονή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταιτέω: 1) требовать (себе) (μ. μέρος τινός Arph.; μ. παρά τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;
2) просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л.