μετοικιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοικιστής:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μετοικιστής:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετοικιστής:''' οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ [[πόλεων]] - οὐ μετοικισταί Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικιστής Medium diacritics: μετοικιστής Low diacritics: μετοικιστής Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: metoikistḗs Transliteration B: metoikistēs Transliteration C: metoikistis Beta Code: metoikisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.

German (Pape)

[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Uebersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d’étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.

Greek Monolingual

μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.

Greek Monotonic

μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετοικιστής: οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.).