μισθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λαμβάνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], που παρέχει δημόσια [[υπηρεσία]] αντί μισθού, [[μισθοφόρος]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>μισθοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>μισθοφόροι τριήρεις</i>, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μισθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λαμβάνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], που παρέχει δημόσια [[υπηρεσία]] αντί μισθού, [[μισθοφόρος]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>μισθοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>μισθοφόροι τριήρεις</i>, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ наемный солдат, наемник Thuc. etc.<br />получающий плату, служащий за жалованье, наемный (ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς [[ἀνήρ]] Plat.; τριήρεις Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 191] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισθοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφόρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― ὡσαύτως, μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα πλήρωμα ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit un salaire, une solde ; subst. soldat mercenaire, soldat en gén.
Étymologie: μισθός, φέρω.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοφόρος, -ον)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό
2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι
έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του
αρχ.
φρ. «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -φόρος].

Greek Monotonic

μισθοφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που λαμβάνει μισθό ή πληρωμή, που παρέχει δημόσια υπηρεσία αντί μισθού, μισθοφόρος, σε Πλάτ., Δημ.
II. ως ουσ., μισθοφόροι, οἱ, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μισθοφόροι τριήρεις, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφόρος: II ὁ наемный солдат, наемник Thuc. etc.
получающий плату, служащий за жалованье, наемный (ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς ἀνήρ Plat.; τριήρεις Arph.).