νῆσσα: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῆσσα:''' βλ. [[νῆττα]]. | |lsmtext='''νῆσσα:''' βλ. [[νῆττα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῆσσα:''' атт. [[νῆττα]], беот. [[νᾶσσα]] ἡ [[νέω]] II] утка Her., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. νῆττα.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, die Schwimmende (νέω), die Ente, Luc. Iud. Voc. 8. S. das att. νῆττα.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσσα: ἴδε ἐν λ. νῆττα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
canard, oiseau.
Étymologie: νέω².
Greek Monolingual
η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)
γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια
νεοελλ.
φρ. «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. ntiә «πάπια» με n- φωνηεντικό, θ. σε -ti- (πρβλ. λιθουαν. antis, αρχ. ινδ. ātī, αμφίβολης σημ., λατ. anas, anatis, αρχ. άνω γερμ. anut κ.λπ.), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό φωνήεν nā- του τ., πρβλ. νᾶσσα) και κατάλ. -yă χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (πρβλ. κίσσα, μέλισσα). Η σύνδεση της λ. με το θέμα νη- του νήχω «κολυμπώ» δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
νῆσσα: βλ. νῆττα.