νυκτερεύω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερεύω:''' ([[νύκτερος]]), μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε [[επιφυλακή]] τη [[νύχτα]], βρίσκομαι σε νυχτερινή [[σκοπιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''νυκτερεύω:''' ([[νύκτερος]]), μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε [[επιφυλακή]] τη [[νύχτα]], βρίσκομαι σε νυχτερινή [[σκοπιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερεύω:''' проводить ночь (преимущ. без сна), ночевать (ἐν οἰκίαις Aesch.; ἐν ὅπλοις Xen.; περὶ τὸν τάφον Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερεύω Medium diacritics: νυκτερεύω Low diacritics: νυκτερεύω Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΩ
Transliteration A: nyktereúō Transliteration B: nyktereuō Transliteration C: nyktereyo Beta Code: nuktereu/w

English (LSJ)

(νύκτερος)

   A pass the night, Id.Cyr.4.2.22 ; ν. ἀθλίως Timocl.16.1 ; of troops, bivouac, X.An.4.4.11 ; ἐν τοῖς ὅπλοις ν. ib.6.4.27 :—so in Med., pass a sleepless night, Timachid. ap. Ath.15.699e.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερεύω: (νύκτερος), διέρχομαι τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις αὐτόθι 6. 4, 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνυκτέρευσα;
1 dormir pendant la nuit;
2 passer la nuit en un lieu.
Étymologie: νύκτερος.

Greek Monolingual

(ΑΜ νυκτερεύω)
βλ. νυχτερευω.

Greek Monotonic

νυκτερεύω: (νύκτερος), μέλ. -σω, περνώ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε επιφυλακή τη νύχτα, βρίσκομαι σε νυχτερινή σκοπιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερεύω: проводить ночь (преимущ. без сна), ночевать (ἐν οἰκίαις Aesch.; ἐν ὅπλοις Xen.; περὶ τὸν τάφον Plut.).