μυδάω: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠδάω:''' ([[μύδος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μούσκεμα]] από την [[υγρασία]], είμαι [[γλοιώδης]] από τη σήψη, λέγεται για [[πτώμα]], σε Σοφ.· μυδῶσα [[κηκίς]], [[γλοιώδης]] [[υγρασία]], [[μούχλα]], στον ίδ.· <i>μυδῶσαι σταγόνες</i>, σταγόνες που κυλούν, στον ίδ. | |lsmtext='''μῠδάω:''' ([[μύδος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μούσκεμα]] από την [[υγρασία]], είμαι [[γλοιώδης]] από τη σήψη, λέγεται για [[πτώμα]], σε Σοφ.· μυδῶσα [[κηκίς]], [[γλοιώδης]] [[υγρασία]], [[μούχλα]], στον ίδ.· <i>μυδῶσαι σταγόνες</i>, σταγόνες που κυλούν, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠδάω:''' <b class="num">1)</b> быть влажным, мокрым, струиться: φόνου μυδῶσα [[σταγών]] Soph. капля крови; μυδῶσα [[κηκὶς]] μηρίων Soph. струящийся сок бедер (жертвенного животного);<br /><b class="num">2)</b> растекаться, т. е. разлагаться, гнить (μυδῶν [[σῶμα]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(μύδος A)
A to be damp, dripping, φόνου μυδώσας σταγόνας S. OT1278; μυδῶσα κηκίς Id.Ant.1008; φόνῳ μυδόωντες (v.l. -όεντες) ὀδόντες Nic. Th.308; μύροις μ. AP5.198 (Hedyl.); μυδόωσα ἀπὸ χροὸς ἔρρεε λάχνη A.R.4.1531; of ulcers, Hp.Ulc.10; [θυρεοὶ] ὑπὸ τῶν ὄμβρων . . μυδῶντες Plb.6.25.7; of the eyelids (v. sq.), Dsc.1.71,72. II to be damp, clammy from decay, σὰρξ μυδῶσα Hp.VC15; of a corpse, S.Ant.410.
German (Pape)
[Seite 213] feucht, durchnäßt sein; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278 (φόνῳ μυδόωντες Nic. Th. 308); μυδῶσα κηκὶς μηρίων, Ant. 995; μυδῶν σῶμα, der verwesende Leichnam, 406; so bes. Sp., von zu vieler Feuchtigkeit verderben, verfaulen, Pol. 6, 25, 7; Luc. D. Mort. 14, 5; Alciphr. 3, 33; s. Ruhnk. Tim. p. 184.
Greek (Liddell-Scott)
μῠδάω: μέλλ. -ήσω, (μύδος) εἶμαι ὑγρός, κάθυγρος, διάβροχος, στάζω, φόνου μυδώσας σταγόνας Σοφ. Ο. Τ. 1278· περὶ τοῦ ἐν Ἀντ. 1008, ἴδε ἐν λέξει κηκίς· φόνῳ μυδόωντες ὀδόντες Νικ. Θηρ. 308· μύροις μ. Ἀνθ. Π. 5. 199. ΙΙ. εἶμαι ὑγρὸς ἐκ σήψεως, ἐπὶ πτώματος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 909, Σοφ. Ἀντ. 410, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1531, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être humide, mouillé;
2 moisir ou pourrir par suite de l’humidité, se putréfier.
Étymologie: μύδος.
Greek Monotonic
μῠδάω: (μύδος), μέλ. -ήσω, είμαι μούσκεμα από την υγρασία, είμαι γλοιώδης από τη σήψη, λέγεται για πτώμα, σε Σοφ.· μυδῶσα κηκίς, γλοιώδης υγρασία, μούχλα, στον ίδ.· μυδῶσαι σταγόνες, σταγόνες που κυλούν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μῠδάω: 1) быть влажным, мокрым, струиться: φόνου μυδῶσα σταγών Soph. капля крови; μυδῶσα κηκὶς μηρίων Soph. струящийся сок бедер (жертвенного животного);
2) растекаться, т. е. разлагаться, гнить (μυδῶν σῶμα Soph.).