οἰκείωσις: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκείωσις:''' ἡ ([[οἰκειόω]]), το να θεωρεί [[κάποιος]] [[κάτι]] ως δικό του, [[οικειοποίηση]], [[ιδιοποίηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''οἰκείωσις:''' ἡ ([[οἰκειόω]]), το να θεωρεί [[κάποιος]] [[κάτι]] ως δικό του, [[οικειοποίηση]], [[ιδιοποίηση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκείωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;<br /><b class="num">2)</b> приспособление, приноравливание (τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128 : pl., profits, Vett.Val.202.17. 2 affinity, Ph.1.142, al. ; attraction, affection (cf. οἰκεῖος 111.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A. ; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44 ; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456 ; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18 ; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.
German (Pape)
[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Ueberh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.
Greek Monotonic
οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκείωσις: εως ἡ1) присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2) приспособление, приноравливание (τινι Plut.).