ὀλίγιστος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλίγιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[ὀλίγος]] (βλ. [[ὀλίγος]] V). | |lsmtext='''ὀλίγιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[ὀλίγος]] (βλ. [[ὀλίγος]] V). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλίγιστος:''' superl. к [[ὀλίγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. ὀλίγος.
German (Pape)
[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).
French (Bailly abrégé)
Sp. de ὀλίγος.
English (Autenrieth)
see ὀλίγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].
Greek Monotonic
ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.