ὀστρακόδερμος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' <b class="num">1)</b> твердокожий, черепокожий (καρκίνοι Batr.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый раковиной (ζῷα Arst.).
}}
}}