ὀρχηστήρ: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀρχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρχηστήρ:''' ῆρος ὁ плясун, танцор Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq.,
A κοῦροι ὀρχηστῆρες Il.18.494, cf. Hes.Fr.198.3 ; ὀρχηστῆρες Ἐνυοῦς Nonn.D.28.275; ὀρχηστὴρ πολέμοιο, i.e. warrior, ib.304 ; of fishes taken out of the water, Opp.C.1.61.
German (Pape)
[Seite 390] ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρχηστής, κοῦροι ὀρχηστῆρες Ἰλ. Σ. 494, Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ΙΙ. ἰχθὺς σκιρτῶν ἢ πηδῶν, Ὀππ. Κυν. 1.61.
French (Bailly abrégé)
τῆρος (ὁ) :
danseur, particul. danseur qui joue la pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ορχηστής
2. ψάρι που σπαρταρά
3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ)].
Greek Monotonic
ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηστήρ: ῆρος ὁ плясун, танцор Hom.