ὁμόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόδᾱμος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>ὁμό-δημος</i>.
|lsmtext='''ὁμόδᾱμος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>ὁμό-δημος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόδᾱμος:''' дор. = *[[ὁμόδημος]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même peuple.
Étymologie: ὁμός, δῆμος.

English (Slater)

ὁμόδᾱμος
   a of one united people ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον pr. (O. 9.44)
   b c. dat., of the same people Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (I. 1.30)

Greek Monotonic

ὁμόδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ὁμό-δημος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδᾱμος: дор. = *ὁμόδημος.