πανίμερος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνίμερος:''' [ῑ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπητός]] σε όλους, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πᾰνίμερος:''' [ῑ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπητός]] σε όλους, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνίμερος:''' прелестнейший ([[κόσμος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A all-lovely, prob. in Man.5.78. II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est tout désir, plein d’amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός
2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ-ίμερος)].
Greek Monotonic
πᾰνίμερος: [ῑ], -ον,
I. αγαπητός σε όλους, σε Ανθ.
II. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνίμερος: прелестнейший (κόσμος Anth.).