παλίρροος: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παλίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ρουν·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], [[παλιρροϊκός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παλίνδρομος]], αυτός που επιστρέφει στην [[αρχή]], στο [[ξεκίνημα]], στον ίδ.
|lsmtext='''παλίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ρουν·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], [[παλιρροϊκός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παλίνδρομος]], αυτός που επιστρέφει στην [[αρχή]], στο [[ξεκίνημα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρροος:''' стяж. [[παλίρρους|πᾰλίρρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> текущий назад, обратный ([[κλύδων]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> неуклонно возвращающийся, неминуемый ([[θεῶν]] [[πότμος]], [[δίκη]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροος Medium diacritics: παλίρροος Low diacritics: παλίρροος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: palírroos Transliteration B: palirroos Transliteration C: palirroos Beta Code: pali/rroos

English (LSJ)

ον, contr. πᾰλίρ-ρους, ρουν,

   A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76.    II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, -ρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.

Greek Monotonic

παλίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ρουν·
I. αυτός που ρέει προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ευρ.
II. μεταφ., παλίνδρομος, αυτός που επιστρέφει στην αρχή, στο ξεκίνημα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροος: стяж. πᾰλίρρους 2
1) текущий назад, обратный (κλύδων Eur.);
2) неуклонно возвращающийся, неминуемый (θεῶν πότμος, δίκη Eur.).