πάνσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάνσκοπος:''' -ον, αυτός που βλέπει τα πάντα, σε Ανθ. | |lsmtext='''πάνσκοπος:''' -ον, αυτός που βλέπει τα πάντα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάνσκοπος:''' все озирающий, всевидящий ([[ὄμμα]] δίκης Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A all-seeing, ὄμμα Δίκης AP7.580 (Jul. Aegypt.).
German (Pape)
[Seite 462] Alles schauend; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); ὄμμα Δίκης, Iul. Aeg. 48 (VII, 580).
Greek (Liddell-Scott)
πάνσκοπος: -ον, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, ὄμμα δίκης Ἀνθ. Πλαν. 233.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voit ou observe tout.
Étymologie: πᾶν, σκοπέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. εύ-σκοπος].
Greek Monotonic
πάνσκοπος: -ον, αυτός που βλέπει τα πάντα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πάνσκοπος: все озирающий, всевидящий (ὄμμα δίκης Anth.).