πάγχαλκος: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. | |lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάγχαλκος:''' Hom., Trag. = [[παγχάλκεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.
German (Pape)
[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.
Greek Monolingual
πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.
Greek Monotonic
πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
πάγχαλκος: Hom., Trag. = παγχάλκεος.