πεφυλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πεφῠλαγμένως:''' <b class="num">1)</b> соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> в безопасности Xen.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῠλαγμένως Medium diacritics: πεφυλαγμένως Low diacritics: πεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephylagménōs Transliteration B: pephylagmenōs Transliteration C: pefylagmenos Beta Code: pefulagme/nws

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω)

   A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.

Greek Monotonic

πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεφῠλαγμένως: 1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.