πέπλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπλωμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>πεπλόω</i>), [[ένδυμα]], σε Τραγ.
|lsmtext='''πέπλωμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>πεπλόω</i>), [[ένδυμα]], σε Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπλωμα Medium diacritics: πέπλωμα Low diacritics: πέπλωμα Capitals: ΠΕΠΛΩΜΑ
Transliteration A: péplōma Transliteration B: peplōma Transliteration C: peploma Beta Code: pe/plwma

English (LSJ)

ατος, τό, in Trag.,

   A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

German (Pape)

[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].

Greek Monotonic

πέπλωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το πεπλόω), ένδυμα, σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.