πολυκύμων: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий ([[πόντος]] Emped.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκύμων Medium diacritics: πολυκύμων Low diacritics: πολυκύμων Capitals: ΠΟΛΥΚΥΜΩΝ
Transliteration A: polykýmōn Transliteration B: polykymōn Transliteration C: polykymon Beta Code: poluku/mwn

English (LSJ)

[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,

   A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3.    II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.

Greek Monolingual

(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].———————— (II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.

Russian (Dvoretsky)

πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).