πρευμένεια: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρευμένεια:''' ἡ, [[πραότητα]] διάθεσης, [[ηπιότητα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πρευμένεια:''' ἡ, [[πραότητα]] διάθεσης, [[ηπιότητα]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid.
}}
}}

Revision as of 12:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρευμένεια Medium diacritics: πρευμένεια Low diacritics: πρευμένεια Capitals: ΠΡΕΥΜΕΝΕΙΑ
Transliteration A: preuméneia Transliteration B: preumeneia Transliteration C: prevmeneia Beta Code: preume/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A gentleness of temper, graciousness, E.Or.1323.

German (Pape)

[Seite 699] ἡ, Sanftmuth, Huld, Eur. Or. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

πρευμένεια: ἡ, πραότης διαθέσεως, ἠπιότης, χάρις, εὐμένεια, Εὐρ. Ὀρ. 1323.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienveillance, bonté.
Étymologie: πρευμενής.

Greek Monolingual

ἡ, Α πρευμενής
πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια.

Greek Monotonic

πρευμένεια: ἡ, πραότητα διάθεσης, ηπιότητα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid.