πολύνοσος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύνοσος:''' -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.
|lsmtext='''πολύνοσος:''' -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-νοσος, ον,<br />[[liable]] to [[many]] sicknesses, Strab.
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύνοσος Medium diacritics: πολύνοσος Low diacritics: πολύνοσος Capitals: ΠΟΛΥΝΟΣΟΣ
Transliteration A: polýnosos Transliteration B: polynosos Transliteration C: polynosos Beta Code: polu/nosos

English (LSJ)

ον,

   A liable to many sicknesses, Str.15.1.43, Cat.Cod.Astr.2.208.

German (Pape)

[Seite 667] vielen Krankheiten ausgesetzt; Strab. XV; Schol. Lycophr. 156.

Greek (Liddell-Scott)

πολύνοσος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς νόσους ὑποκείμενος, Στράβ. 705.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sujet à beaucoup de maladies ; très sujet à la maladie, maladif.
Étymologie: πολύς, νόσος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
επιρρεπής σε πολλές νόσους, πολύ φιλάσθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νοσος (< νόσος), πρβλ. ά-νοσος, νευρό-νοσος].

Greek Monotonic

πολύνοσος: -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύ-νοσος, ον,
liable to many sicknesses, Strab.