πολύκαπνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκαπνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] καπνό, [[καπνώδης]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύκαπνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] καπνό, [[καπνώδης]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύκαπνος:''' задымленный, закопченный ([[στέγος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A smoky, στέγος E.El.1140.
German (Pape)
[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].
Greek Monotonic
πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).