ποντοθήρης: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποντοθήρης:''' -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη [[θάλασσα]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ποντοθήρης:''' -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη [[θάλασσα]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποντο-θήρης, ου, ὁ,<br />one who fishes in the sea, Anth.
}}
}}

Revision as of 00:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοθήρης Medium diacritics: ποντοθήρης Low diacritics: ποντοθήρης Capitals: ΠΟΝΤΟΘΗΡΗΣ
Transliteration A: pontothḗrēs Transliteration B: pontothērēs Transliteration C: pontothiris Beta Code: pontoqh/rhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerjäger, Fischer, Flacc. 4 (VI, 193).

Greek (Liddell-Scott)

ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].

Greek Monotonic

ποντοθήρης: -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

ποντο-θήρης, ου, ὁ,
one who fishes in the sea, Anth.