προσεξερείδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεξερείδομαι:''' Παθ., [[υποστηρίζω]] κάποιον με, ταῖς [[χερσί]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''προσεξερείδομαι:''' Παθ., [[υποστηρίζω]] κάποιον με, ταῖς [[χερσί]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεξερείδομαι:''' опираться, упираться (ταῖς [[χερσί]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Med., aor. inf. -ερείσασθαι,
A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.
German (Pape)
[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
French (Bailly abrégé)
s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.
Greek Monolingual
Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].
Greek Monotonic
προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).