πολύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύαγρος:''' ловящий много дичи: τινὰ πολυαγρότερον [[θεῖναι]] Anth. ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте.
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαγρος Medium diacritics: πολύαγρος Low diacritics: πολύαγρος Capitals: ΠΟΛΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: polýagros Transliteration B: polyagros Transliteration C: polyagros Beta Code: polu/agros

English (LSJ)

ον,

   A catching much game, AP6.184 (Zos., Comp.).

German (Pape)

[Seite 659] auf der Jagd viel fangend, πολυαγρότερον αὐτὸν θές Zosim. 2 (VI, 184).

Greek (Liddell-Scott)

πολύαγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ συλλαμβάνων πολλὴν ἄγραν, Ἀνθ. Π. 6. 184.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend beaucoup de gibier.
Étymologie: πολύς, ἄγρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ-αγρος, πάν-αγρος].

Greek Monotonic

πολύαγρος: -ον (ἄγρα), αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύαγρος: ловящий много дичи: τινὰ πολυαγρότερον θεῖναι Anth. ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте.