προσπαρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπαρακαλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[επιπλέον]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτρέπω]] [[επιπλέον]], παραγγέλω, τινὰ [[εἶναι]] ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσπαρακαλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[επιπλέον]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτρέπω]] [[επιπλέον]], παραγγέλω, τινὰ [[εἶναι]] ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρακᾰλέω Medium diacritics: προσπαρακαλέω Low diacritics: προσπαρακαλέω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prosparakaléō Transliteration B: prosparakaleō Transliteration C: prosparakaleo Beta Code: prosparakale/w

English (LSJ)

   A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.    2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.

Greek Monotonic

προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.