πρόσπεινος: Difference between revisions
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσπεινος:''' -ον ([[πεῖνα]]), πεινασμένος, [[πειναλέος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πρόσπεινος:''' -ον ([[πεῖνα]]), πεινασμένος, [[πειναλέος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσπεινος:''' голодный: ἐγενετο π. NT он проголодался. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (πεῖνα)
A hungry, Dem.Ophth. ap. Aët.7.33, Act.Ap. 10.10.
German (Pape)
[Seite 776] hungrig, N. T., Act. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπεινος: -ον, (πεῖνα) ὁ αἰσθανόμενος πεῖναν, ἀρχίζων νὰ πεινᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ι´, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
affamé.
Étymologie: πρός, πεῖνα.
English (Strong)
from πρός and the same as πεινάω; hungering further, i.e. intensely hungry: very hungry.
English (Thayer)
προσπεινον (πεινᾷ hunger (cf. πεινάω)), very (literally, besides, in accession (cf. πρός, IV:2; others (cf. R. V.) do not recognize any intensive force in πρός here)) hungry: Acts 10:10. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
-ον, Α
πεινασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -πεινος (< πεῖνα), πρβλ. ἔκ-πεινος].
Greek Monotonic
πρόσπεινος: -ον (πεῖνα), πεινασμένος, πειναλέος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρόσπεινος: голодный: ἐγενετο π. NT он проголодался.