πώτημα: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πώτημα:''' -ατος, τό, βλ. [[πότημα]]. | |lsmtext='''πώτημα:''' -ατος, τό, βλ. [[πότημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πώτημα:''' ατος τό полет: [[ὑπὲρ]] πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν [[ἐλθεῖν]] Aesch. перелететь море без крыльев. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. πότημα (A).
German (Pape)
[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.
Greek (Liddell-Scott)
πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.
Russian (Dvoretsky)
πώτημα: ατος τό полет: ὑπὲρ πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. перелететь море без крыльев.