Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προστήκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστήκομαι:''' μέλ. <i>-τήξομαι</i>, Παθ. με παρακ. <i>προστέτηκα</i>, [[λιώνω]] και [[κολλώ]] γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, <i>προστᾰκέντος ἰοῦ</i>, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν [[ὕδρας]] προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.
|lsmtext='''προστήκομαι:''' μέλ. <i>-τήξομαι</i>, Παθ. με παρακ. <i>προστέτηκα</i>, [[λιώνω]] και [[κολλώ]] γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, <i>προστᾰκέντος ἰοῦ</i>, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν [[ὕδρας]] προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τήκομαι, intrans. met perf. προστέτηκα, vastsmelten aan, met dat.: δεινοτέρῳ... ὕδρας προστετακὼς φάσματι vastgesmolten aan een erger verschijning dan de hydra Soph. Tr. 836.
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστήκομαι Medium diacritics: προστήκομαι Low diacritics: προστήκομαι Capitals: ΠΡΟΣΤΗΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prostḗkomai Transliteration B: prostēkomai Transliteration C: prostikomai Beta Code: prosth/komai

English (LSJ)

Pass., with pf. προστέτηκα,

   A stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Heracles, S.Tr. 833 (lyr.); ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι ib.836 (lyr.): metaph., to be given up to, engrossed by, πορισμῷ Plu.2.524d; τοῖς ἀνιαροῖς ib.600c; τέχνῃ Ael.VH3.31; τῷ Κριτίᾳ Philostr.VS2.1.14; δόξῃ Jul.Or.7.226a; ταῖς αἱρέσεσι Gal.8.657.

Greek Monolingual

Α
1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον
2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)
3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το δηλητήριο του χιτώνα του Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τήκομαι «λειώνω, ρευστοποιώ»].

Greek Monotonic

προστήκομαι: μέλ. -τήξομαι, Παθ. με παρακ. προστέτηκα, λιώνω και κολλώ γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, προστᾰκέντος ἰοῦ, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τήκομαι, intrans. met perf. προστέτηκα, vastsmelten aan, met dat.: δεινοτέρῳ... ὕδρας προστετακὼς φάσματι vastgesmolten aan een erger verschijning dan de hydra Soph. Tr. 836.