πυρορραγής: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠρορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη [[φωτιά]], [[σπασμένος]], ραγισμένος από τη [[φωτιά]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πῠρορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη [[φωτιά]], [[σπασμένος]], ραγισμένος από τη [[φωτιά]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠρορρᾰγής:''' треснувший на огне ([[ἄγγος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A bursting in the fire, Cratin.253. II of sound, ψοφεῖ λάλον τι καὶ π. cracked, Ar.Ach.933 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, ἴσως πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se fend au feu.
Étymologie: πῦρ, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, -ές, ΜΑ
αυτός που ράγισε υπό την επίδραση της φωτιάς
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές
(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. ἐ-ρράγ-ην, παθ. αορ. β' του ῥήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. ψυχο-ρραγής].
Greek Monotonic
πῠρορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη φωτιά, σπασμένος, ραγισμένος από τη φωτιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρορρᾰγής: треснувший на огне (ἄγγος Arph.).