πωλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλομάχος:''' сражающийся с коня или с колесницы ([[Νίκη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].

Greek Monotonic

πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).