πώλης: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πώλης:''' -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, [[πωλητής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πώλης:''' -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, [[πωλητής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πώλης -ου, ὁ [πωλέω] verkoper. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller, dealer, found only in compds., exc. in Ar. Eq.131, 133, 140 (used comically, as the last part of an intended compd.).
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, der Verkäufer, Ar. Equ. 131. 133, häufiger in compp.
Greek (Liddell-Scott)
πώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν, πωλητής· εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει πλὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 131, 133, 140· καὶ ἐνταῦθα δ’ ἔτι κεῖται κωμικῶς ὡς τὸ δεύτερον συνθετικὸν μέρος συνθέτου ὀνόματος, ὅπερ δὲν λέγεται πλῆρες.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vendeur.
Étymologie: πωλέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε < τα συνθ. σε -πώλης κατ' απόσπαση].
Greek Monotonic
πώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, πωλητής, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πώλης -ου, ὁ [πωλέω] verkoper.