πρυμνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρυμνοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατάει την [[πρύμνη]] του πλοίου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συγκρατεί τα πλοία ([[επειδή]] ήταν αγκυροβολημένα από την [[πρύμνη]]), <i>Αὖλις</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρυμνοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατάει την [[πρύμνη]] του πλοίου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συγκρατεί τα πλοία ([[επειδή]] ήταν αγκυροβολημένα από την [[πρύμνη]]), <i>Αὖλις</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρυμνοῦχος:''' <b class="num">1)</b> удерживающий корабли (в своем порту) ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> причальный ([[κάλως]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνοῦχος Medium diacritics: πρυμνοῦχος Low diacritics: πρυμνούχος Capitals: ΠΡΥΜΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: prymnoûchos Transliteration B: prymnouchos Transliteration C: prymnoychos Beta Code: prumnou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A holding the ship's stern, κάλος AP7.374 (Marc. Arg.).    II detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις E.El.1022.

German (Pape)

[Seite 802] das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, κάλως Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ, πρυμνήσιος. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα (ἐπειδὴ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient la poupe;
2 p. ext. qui retient les navires.
Étymologie: πρύμνα, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῡχος κάλος», Ανθ. Παλ.)
2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῡχον Αὖλιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

πρυμνοῦχος: -ον (ἔχω),
I. αυτός που κρατάει την πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ.
II. αυτός που συγκρατεί τα πλοία (επειδή ήταν αγκυροβολημένα από την πρύμνη), Αὖλις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνοῦχος: 1) удерживающий корабли (в своем порту) (Αὐλίς Eur.);
2) причальный (κάλως Anth.).