σπειρίον: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπειρίον:''' τό, υποκορ. του [[σπεῖρον]], ελαφρύ, θερινό [[ένδυμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σπειρίον:''' τό, υποκορ. του [[σπεῖρον]], ελαφρύ, θερινό [[ένδυμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπειρίον:''' τό летняя накидка, легкое платье Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of σπεῖρον,
A light summer garment, X.HG4.5.4. II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1. III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.
German (Pape)
[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
Greek (Liddell-Scott)
σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α σπεῑρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.———————— (II)
τὸ, Α
μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].
Greek Monotonic
σπειρίον: τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σπειρίον: τό летняя накидка, легкое платье Xen.