σιτοφάγος: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτοφάγος:''' (ᾰ) питающийся хлебом Hom., Her. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A eating corn or bread, Od.9.191, Hdt.4.100, Hecat.335 J.
German (Pape)
[Seite 886] Weizen, Getreide, Brot essend; Od. 9, 191; Her. 4, 109; gew. Bezeichnung der Menschen, wie σῖτον ἔδοντες, Luc. Alex. 15.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων σῖτον ἢ ἄρτον, Ὀδ. Ι. 191, Ἡρόδ. 4. 109, - κοινὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὸ σῖτον ἔδοντες, ἀντίθετον τῷ ὀψοφάγος, Κλήμ. Ἀλ. 202.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange du pain.
Étymologie: σῖτος, φαγεῖν.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιτοφάγος, -ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.)
αρχ.
αυτός που τρέφεται με ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -φάγος].
Greek Monotonic
σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει δημητριακά ή ψωμί, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοφάγος: (ᾰ) питающийся хлебом Hom., Her. etc.