συνεπαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υποκίνηση]] μιας [[επιπλέον]] έριδας, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υποκίνηση]] μιας [[επιπλέον]] έριδας, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συνεπαγωνίζομαι Low diacritics: συνεπαγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synepagōnízomai Transliteration B: synepagōnizomai Transliteration C: synepagonizomai Beta Code: sunepagwni/zomai

English (LSJ)

   A join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.

French (Bailly abrégé)

être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰγωνίζομαι: усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.