συμφεύγω: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφεύγω:''' (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)<br /><b class="num">1)</b> вместе бежать (τινί Her. и [[σύν]] τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;<br /><b class="num">3)</b> бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
fut.
A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91. 2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a. II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ξυνέφυγον;
1 fuir avec : τινι avec qqn;
2 être exilé avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, φεύγω.
Greek Monolingual
Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.
Greek Monolingual
Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.
Greek Monotonic
συμφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. φεύγω, δραπετεύω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν, σε Ευρ.
2. εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, συμμετέσχε σ' αυτήν την εξορία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συμφεύγω: (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)
1) вместе бежать (τινί Her. и σύν τινι Eur.);
2) вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;
3) бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).